Атуманос, Симон — Симон Атуманос (греч. Σίμων Ατουμάνος, лат. Simon Atumano , Константинополь ? Рим между 1383 1386 годами) был епископом, греческого тогда[1], города Геракион (ныне Джераче), Калабрия с 23 июня 1348 года по 1366 год, а затем… … Википедия
μεραχούρης — μεραχούρης, ὁ (Μ) οθωμανός αξιωματούχος, σταβλαρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αμιραχούρης (< αραβοπερσοτουρκ. amir i ahur)] … Dictionary of Greek
οθωμανικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Οθωμανούς («Οθωμανική Αυτοκρατορία» η αυτοκρατορία που δημιουργήθηκε από τουρκικά φύλα στη Μικρά Ασία, γνώρισε εντυπωσιακή εξάπλωση στον χώρο τής Βόρειας Αφρικής, τής Μέσης Ανατολής και τής… … Dictionary of Greek
οθωμανισμός — ο πολιτικό σύστημα που υιοθέτησαν πολλοί πολιτικοί τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και που απέβλεπε στη δημιουργία οθωμανικής εθνότητας υπό την κυριαρχία τού σουλτάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀθωμανός + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στον αρχιμανδρίτη… … Dictionary of Greek
Αγαρηνοί — Έτσι ονομάζονταν στον Μεσαίωνα οι μουσουλμάνοι γενικά και ειδικότερα οι Άραβες, ως απόγονοι της Άγαρ, μητέρας του γενάρχη τους Ισμαήλ (Ισμαηλίτες). H λέξη χρησιμοποιείται συχνά από τους συγγραφείς της βυζαντινής περιόδου και αναφέρεται κυρίως… … Dictionary of Greek
Αδιδί — (16ος αι.).Οθωμανός ποιητής. Γεννήθηκε στο Καρατσίκ, κοντά στην Αδριανούπολη. Ασκούσε το επάγγελμα του σιδηρουργού. Την ποίησή του εκτιμούσαν ιδιαίτερα πολλά σημαντικά πρόσωπα της εποχής του. Ο Α. δεν δέχτηκε ποτέ να εκμεταλλευτεί την εύνοια των… … Dictionary of Greek
Ακτσέ-Κοτζά — (14ος αι.). Οθωμανός στρατηγός. Συνέβαλε μαζί με τον Κονούρ Αλπ, τον Αμπντούλ Ραχμάν και τον Μιχαήλ Κιοσέ στην καθυπόταξη της Μικράς Ασίας στους Οθωμανούς. Επί σουλτάνου Ορχάν κατέλαβε τα τελευταία βυζαντινά οχυρά στο Σαγγάριο και με δόλο τη… … Dictionary of Greek
Αλή πασάς, Τεπελενλής — (1744 – 1822). Ηγεμόνας των Ιωαννίνων. Το 1640, ένας Μικρασιάτης οθωμανός ονόματι Χουσεΐν εγκαταστάθηκε στο Τεπελένι και δημιούργησε εκεί γενιά. Ο γιος του Μέτσιο Χούσιος άφησε γιους τον Μπεκίρ και τον Μουχτάρ. Ο γιος του πρώτου, Ισλιάμπεης,… … Dictionary of Greek
Αχμέτ Γκεντίκ πασάς — (15ος αι.).Οθωμανός στρατιωτικός, μέγας βεζίρης του Μωάμεθ Β’ του Πορθητή (1470 1474). Ήταν αλβανικής καταγωγής και ανήκε στους γενίτσαρους. Είχε πολλές επιτυχίες στις στρατιωτικές αποστολές του (υποταγή της Κιλικίας και Καραμανίας, αποβίβαση και … Dictionary of Greek
Δωρόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος χαλκοπλάστης (5ος αι. π.Χ.). 2. Ολύνθιος γλύπτης (1ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Ηγήσανδρου. Αναφέρεται ως ο δημιουργός αγάλματος του Πομπήιου, την κατασκευή του οποίου του ανέθεσαν το 62 π.Χ. οι Μυτιληναίοι,… … Dictionary of Greek